Περιγραφή
Μια ψαροφορά παλιά κι έναν καιρό ψαριών αλλιώτικο, σ’ έναν πολύ βαθύ βυθό, κάπου πολύ πολύ μακριά, σε ένα μικρό χωριό της θάλασσας, στην Ωκενιαία, ζούσαν ανέμελα και αγαπημένα τα ψάρια. Κάποια ήτανε πολύχρωμα και άλλα διαφανή, άλλα είχαν πολλά πόδια κι άλλα λέπια μακριά, άλλα ζωγραφίζανε και άλλα τραγουδούσαν, κάποια έχτιζαν φωλιές και άλλα τις γκρεμούσαν. Άλλα έψαχναν τροφή και άλλα μασουλούσαν. Κάποια ψάρια διάβαζαν και άλλα όλο παίζαν. Δεν είχαν και πολλά κοινά τα ψάρια μεταξύ τους κι όμως έβρισκαν πάντοτε παρέα, κάποιον να αγαπούν και ν’ αγαπιούνται. Μια μέρα, ξαφνικά, άρχισαν να γεννούν τα ψάρια μας, ψαράκια. Πολλά μικρά ψαράκια γέμισαν το μικρό χωριό και τον βυθό ολόκληρο.
Μα, όπως ξέρουμε όλοι, ο βυθός είναι επικίνδυνος και στα βαθιά νερά του κολυμπούν μεγάλα ψάρια, πεινασμένα και με δόντια κοφτερά. Οι ψαρογονείς της Ωκενιαίας έπρεπε κάπως να προστατεύσουν τα μικρά τους. Έτσι, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία γυάλα με ρηχά νερά και με ψαροδασκάλους που θα μάθουν στα ψαράκια τους να γράφουν, να διαβάζουν, να μαζεύουνε γνώσεις και κοχύλια, να παίζουνε με φίλους και να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες του βυθού. Έτσι, όλα τα μικρά ψάρια του βυθού, ζούσαν σε έναν τόπο κοινό. Τη γυάλα.